ὑφήρπασε

ὑφήρπασε
ὑφαρπάζω
snatch away from under
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υφαρπάζω — ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α [ἁρπάζω] 1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω 2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να τού δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”